χαρτάκι

χαρτάκι
το, Ν
υποκορ. τ. τού χαρτί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαρτάκι — το υποκορ. του χαρτί μικρό χαρτί: Έγραψε τη διεύθυνσή του σ ένα χαρτάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γκόλεμ — Μορφή της εβραϊκής μυθολογίας.Με την ονομασία αυτή είναι επίσης γνωστό ένα πήλινο άγαλμα που κατασκευάστηκε τον 18o αι. στην Πράγα από το ραβίνο Σεβ. Ο κατασκευαστής του τον μετέτρεψε σε αληθινό υπηρέτη του, δίνοντάς του ζωή με μία μυστική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”